Princess of the dawn

Μία απόμακρη φωνή διατάρασσε την νεκρική ηρεμία στον Πένθιμο Θόλο της Λήθης κάτω στα σκοτεινά υπόγεια του Κάστρου της Μελαγχολίας. Μία φωνή που δυνάμωνε ολοένα και περισσότερο, ένα ακαθόριστο κάλεσμα!

Συναισθήματα και εικόνες επέστρεφαν οδυνηρά! Συναισθήματα που ο Πολέμωνας είχε από καιρό θαμμένα μα ούτε ο ακοίμητος ύπνος της ανυπαρξίας μπορεί να εμποδίσει. Εικόνες μπερδεμένες από άλλες εποχές, άλλους χαρακτήρες.

-Ήμουν εγώ; Θα γίνω όλα αυτά; Ποιός μου χαλά την ησυχία; Ποιός με καλεί; Γιατί;

Το κάλεσμα γινόταν όλο και πιο έντονο! Κάθε προσπάθεια αντίστασης μάταιη! Θα ανταποκριθεί, δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά! Κάνει προσπάθεια ν' ανοίξει τα μάτια, βαριά τα βλέφαρα! Παλεύει να κουνήσει τα δάχτυλα, πετρωμένο κορμί!

Με μία κραυγή που δεν ακούστηκε ποτέ προσπαθεί να λύσει τα δεσμά της άχρονης ακινησίας. Πόνος, κόπος, μάχη... Απ' αυτά δεν ήθελε να ξεφύγει;

Η σπίθα της μνήμης φλόγα στο κεφάλι. Αρχίζει να θυμάται! Μ' ένα συνειδησιακό τράνταγμα επανέρχεται στην πραγματικότητα. Ανοίγει τα μάτια. Μια έντονη λάμψη τον τυφλώνει. Τα καλύπτει με το χέρι, ενστικτώδης κίνηση αυτοάμυνας.

Τα ξανανοίγει! Το φως υποχωρεί στο βάθος του διαδρόμου. Σε λίγα δευτερόλεπτα το σκοτάδι κατακλύζει τον τάφο.

-Πριγκίπισσα της Αυγής, ψέλλισε ο Πολέμωνας. Την είχε δει μόνο στα όνειρά του. Κάπως, κάπου, κάποτε...

-Πως με βρήκε; Τί να θέλει από μένα;

Κοίταξε τριγύρω του το ανήλιαγο δωμάτιο, την κλειδαμπαρωμένη πόρτα. Τις χαραμάδες απ' όπου εισέβαλαν οι ακτίνες από την κόμη του ηλιακού κοριτσιού. Τελικά δεν υπάρχει άπαρτο κάστρο...

-Νά 'μαι λοιπόν πίσω στον κόσμο της φθοράς και της εντροπίας. Ίσως είναι καλύτερα έτσι, μονολογεί.

Ξεκλειδώνει την πόρτα του Πένθιμου Θόλου της Λήθης. Αφήνει πίσω του τα υγρά υπόγεια. Περιεργάζεται το κάστρο. Εικόνες εγκατάλειψης... Μα δεν τον απασχολεί αυτό τώρα. Κατευθύνεται προς την Αίθουσα των Ιπποτών. Η πανοπλία του! Πόσο του έλειψε...

Χαϊδεύει τον θώρακα, θαυμάζει το έμβλημα της ασπίδας, στην θέα του σπαθιού αστράφτει το μάτι. Οι κινήσεις τελετουργικές: φορά την Πανοπλία που είναι φτιαγμένη με τα Επτά Δέρματα της Μοναξιάς, τον Κόκκινο Μανδύα της Θλίψης. Αρπάζει με το αριστερό του χέρι την Ασπίδα της Αγάπης, με το δεξί ξεθηκαρώνει το Ξίφος του Μίσους. Το σηκώνει ψηλά, πάντα τού 'δινε ενέργεια αυτό. Το σπαθί στραφταλιάζει στο φως της αυγής. Το δικό του καλωσόρισμα...

Πηγαίνει προς τους στάβλους. Αραχνιασμένοι τοίχοι, εικόνα ερημιάς παντού.
-Πόσο να έλειψα; αναρωτιέται...

Η Γαλάζια Φοράδα τον υποδέχεται μ' ένα μακρόσυρτο χλιμίντρισμα.
-Χάρηκε που με είδε άραγε; Θά 'πρεπε να της έχω δώσει όνομα...

Το μυαλό του γύρισε πίσω. Θυμήθηκε την Λευκή Οπτασία, την Μαύρη Χαίτη. Αγέρωχα άτια, ανατολίτικα όλα τους. Και τούτο επίσης...

Χαμένος στις σκέψεις του πέρασε την κεντρική πύλη με το The Barbarian να παιανίζει στα αυτιά του. Τα τείχη είναι ετοιμόρροπα, πολύ δουλειά τον περιμένει...

-Υπάρχει καιρός για όλα, συλλογίστηκε.
Μα το μυαλό του δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από την Πριγκίπισσα της Αυγής...
-Τί να ήθελε; Γιατί μ' επανέφερε; Γιατί έφυγε βιαστικά;

Ένα δάκρυ κύλησε στο μάτι. Το βάρος της ύπαρξης, η οργή του μεγαλείου, το μονοπάτι των άστρων, ο γητευτής των ανέμων... Μεγάλο το φορτίο! Μα, σύντομα, το δάκρυ μετατράπηκε σε πολεμική ιαχή:

Step Aside
Where I ride
Step Aside
Or you will die

I'm Alive...


-Θεός ή Άνθρωπος; Είμαι ζωντανός. Επέστρεψα...

Οι υποθέσεις του μπορούσαν να περιμένουν. Άλλη η προτεραιότητα τώρα.
Ψιθύρισε στ' αυτί της Γαλάζιας Φοράδας, εκείνη άρχιζε να καλπάζει όλο και πιο έντονα ακολουθώντας την πηγή του φωτός.

Το Gone With The Wind τον συντροφεύει. Ξεμακραίνει, χάνεται μέσα στις ακτίνες του πρωινού ήλιου, στο Βασίλειο της Αυγής...

2 σχόλια:

  1. Καλώς επέστρεψες αδερφέ. Την κατάλληλη εποχή γύρισες. Πότε θα κάνουμε κανένα επικό ξενύχτι;

    ΑπάντησηΔιαγραφή